Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιρραίνω
ἐπιρράπτω
ἐπιρραψῳδέω
ἐπιρρέζω
ἐπιρρεπής
ἐπιρρέπω
ἐπιρρέω
ἐπιρρήγνυμι
ἐπιρρητορεύω
ἐπίρρητος
ἐπίρρικνος
ἐπιρρίπτω
ἐπιρροή
ἐπιρροθέω
ἐπίρροθος
ἐπιρροίβδην
ἐπιρροιζέω
ἐπιρροφέω
ἐπιρρύζω
ἐπιρρυθμίζω
ἐπιρρύομαι
View word page
ἐπίρρικνος
ἐπίρρικνος ἐπίρ-ρικνος, ον shrunk up, Xen.

ShortDef

wiry

Debugging

Headword:
ἐπίρρικνος
Headword (normalized):
ἐπίρρικνος
Headword (normalized/stripped):
επιρρικνος
IDX:
12626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12629
Key:
e)pi/rriknos

Data

{'content': 'ἐπίρρικνος\n ἐπίρ-ρικνος, ον\n shrunk up, Xen.', 'key': 'e)pi/rriknos'}