Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιπολάζω
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολή
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπονέω
ἐπίπονος
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρπημα
ἐπιποτάομαι
ἐπιπρεπής
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
ἐπιπρίω
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροϊάλλω
ἐπιπροΐημι
ἐπί
ἐπιάλλω
ἐπιαύω
View word page
ἐπιποτάομαι
ἐπιποτάομαι perf. -πεπότημαι lengthd. for ἐπιπέτομαι Dep., to fly or hover over, Aesch.
ShortDef
to fly
Debugging
Headword:
ἐπιποτάομαι
Headword (normalized):
ἐπιποτάομαι
Headword (normalized/stripped):
επιποταομαι
IDX:
12594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12597
Key:
e)pipota/omai
Data
{'content': 'ἐπιποτάομαι\n perf. -πεπότημαι\n lengthd. for ἐπιπέτομαι\n Dep., to fly or hover over, Aesch.', 'key': 'e)pipota/omai'}