Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιπόθητος
ἐπιποιμήν
ἐπιπολάζω
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολή
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπονέω
ἐπίπονος
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρπημα
ἐπιποτάομαι
ἐπιπρεπής
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
ἐπιπρίω
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροϊάλλω
ἐπιπροΐημι
ἐπί
View word page
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπορεύομαι fut. εύσομαι aor1 ἐπεπορεύθην πορεύω Dep, to travel, march to, march over, Plut.

ShortDef

to travel, march to, march over

Debugging

Headword:
ἐπιπορεύομαι
Headword (normalized):
ἐπιπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
επιπορευομαι
IDX:
12592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12595
Key:
e)piporeu/omai

Data

{'content': 'ἐπιπορεύομαι\n fut. εύσομαι\n aor1 ἐπεπορεύθην\n πορεύω\n Dep, to travel, march to, march over, Plut.', 'key': 'e)piporeu/omai'}