Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιποθέω
ἐπιπόθησις
ἐπιπόθητος
ἐπιποιμήν
ἐπιπολάζω
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολή
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπονέω
ἐπίπονος
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρπημα
ἐπιποτάομαι
ἐπιπρεπής
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
ἐπιπρίω
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροϊάλλω
View word page
ἐπιπονέω
ἐπιπονέω fut. ήσω to toil on, persevere, Xen.
ShortDef
to toil on, persevere
Debugging
Headword:
ἐπιπονέω
Headword (normalized):
ἐπιπονέω
Headword (normalized/stripped):
επιπονεω
IDX:
12590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12593
Key:
e)pipone/w
Data
{'content': 'ἐπιπονέω\n fut. ήσω\n to toil on, persevere, Xen.', 'key': 'e)pipone/w'}