Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
ἐπιπόδιος
ἐπιποθέω
ἐπιπόθησις
ἐπιπόθητος
ἐπιποιμήν
ἐπιπολάζω
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολή
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπονέω
ἐπίπονος
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρπημα
ἐπιποτάομαι
ἐπιπρεπής
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
View word page
ἐπίπολος
ἐπίπολος ἐπίπολος, ον πολέω = πρόσπολος, a companion, Soph.

ShortDef

a companion

Debugging

Headword:
ἐπίπολος
Headword (normalized):
ἐπίπολος
Headword (normalized/stripped):
επιπολος
IDX:
12587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12590
Key:
e)pi/polos

Data

{'content': 'ἐπίπολος\n ἐπίπολος, ον\n πολέω\n = πρόσπολος,\n a companion, Soph.', 'key': 'e)pi/polos'}