Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρόσοφος
ἄκρος
ἀκροστόλιον
ἀκροσφαλής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
ἀκροφύσιον
ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκταίνω
View word page
ἀκροχορδών
ἀκροχορδών χορδή a wart with a thin neck, Plut.
ShortDef
a wart with a thin neck
Debugging
Headword:
ἀκροχορδών
Headword (normalized):
ἀκροχορδών
Headword (normalized/stripped):
ακροχορδων
IDX:
1259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1259
Key:
a)kroxordw/n
Data
{'content': 'ἀκροχορδών\n χορδή\n a wart with a thin neck, Plut.', 'key': 'a)kroxordw/n'}