Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπίπλοα
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
ἐπιπόδιος
ἐπιποθέω
ἐπιπόθησις
ἐπιπόθητος
ἐπιποιμήν
ἐπιπολάζω
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολή
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπονέω
ἐπίπονος
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρπημα
View word page
ἐπιποιμήν
ἐπιποιμήν a chief shepherd, Od.
ShortDef
shepherd (over)
Debugging
Headword:
ἐπιποιμήν
Headword (normalized):
ἐπιποιμήν
Headword (normalized/stripped):
επιποιμην
IDX:
12583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12586
Key:
e)pipoimh/n
Data
{'content': 'ἐπιποιμήν\n a chief shepherd, Od.', 'key': 'e)pipoimh/n'}