Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίπλεως
ἐπιπλήκτειρα
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήσσω
ἐπίπλοα
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
ἐπιπόδιος
ἐπιποθέω
ἐπιπόθησις
ἐπιπόθητος
ἐπιποιμήν
ἐπιπολάζω
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολή
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
View word page
ἐπίπνοος
ἐπίπνοος ἐπίπνους, ουν from ἐπιπνέω breathed upon, inspired, Plat.

ShortDef

breathed upon

Debugging

Headword:
ἐπίπνοος
Headword (normalized):
ἐπίπνοος
Headword (normalized/stripped):
επιπνοος
IDX:
12578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12581
Key:
e)pi/pnous

Data

{'content': 'ἐπίπνοος\n ἐπίπνους, ουν\n from ἐπιπνέω\n breathed upon, inspired, Plat.', 'key': 'e)pi/pnous'}