Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιπλέω
ἐπίπλεως
ἐπιπλήκτειρα
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήσσω
ἐπίπλοα
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
ἐπιπόδιος
ἐπιποθέω
ἐπιπόθησις
ἐπιπόθητος
ἐπιποιμήν
ἐπιπολάζω
ἐπιπόλαιος
ἐπιπολή
ἐπίπολος
View word page
ἐπίπνοια
ἐπίπνοια ἐπίπνοια, ἡ, from ἐπιπνέω a breathing upon, inspiration, Lat. afflatus, Aesch., Plat.

ShortDef

a breathing upon, inspiration

Debugging

Headword:
ἐπίπνοια
Headword (normalized):
ἐπίπνοια
Headword (normalized/stripped):
επιπνοια
IDX:
12577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12580
Key:
e)pi/pnoia

Data

{'content': 'ἐπίπνοια\n ἐπίπνοια, ἡ,\n from ἐπιπνέω\n a breathing upon, inspiration, Lat. afflatus, Aesch., Plat.', 'key': 'e)pi/pnoia'}