Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιπλαταγέω
ἐπιπλέκω
ἐπίπλεος
ἐπίπλευσις
ἐπιπλέω
ἐπίπλεως
ἐπιπλήκτειρα
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήσσω
ἐπίπλοα
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
ἐπιπόδιος
ἐπιποθέω
ἐπιπόθησις
ἐπιπόθητος
ἐπιποιμήν
View word page
ἐπίπλοα
ἐπίπλοα ἐπίπλοα, τά, longer form of ἔπιπλα, Hdt.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπίπλοα
Headword (normalized):
ἐπίπλοα
Headword (normalized/stripped):
επιπλοα
IDX:
12573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12576
Key:
e)pi/ploa
Data
{'content': 'ἐπίπλοα\n ἐπίπλοα, τά,\n longer form of ἔπιπλα, Hdt.', 'key': 'e)pi/ploa'}