Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔπιπλα
ἐπιπλάζομαι
ἐπιπλάσσω
ἐπίπλαστος
ἐπιπλαταγέω
ἐπιπλέκω
ἐπίπλεος
ἐπίπλευσις
ἐπιπλέω
ἐπίπλεως
ἐπιπλήκτειρα
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήσσω
ἐπίπλοα
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
ἐπιπόδιος
View word page
ἐπιπλήκτειρα
ἐπιπλήκτειρα ἐπιπλήκτειρα, ἡ, ἐπιπλήσσω, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιπλήκτειρα
Headword (normalized):
ἐπιπλήκτειρα
Headword (normalized/stripped):
επιπληκτειρα
IDX:
12569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12572
Key:
e)piplh/kteira
Data
{'content': 'ἐπιπλήκτειρα\n ἐπιπλήκτειρα, ἡ,\n ἐπιπλήσσω, Anth.', 'key': 'e)piplh/kteira'}