Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιπηδάω
ἐπιπιέζω
ἐπιπίλναμαι
ἐπιπίμπλημι
ἐπιπίνω
ἐπιπίπτω
ἔπιπλα
ἐπιπλάζομαι
ἐπιπλάσσω
ἐπίπλαστος
ἐπιπλαταγέω
ἐπιπλέκω
ἐπίπλεος
ἐπίπλευσις
ἐπιπλέω
ἐπίπλεως
ἐπιπλήκτειρα
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήσσω
ἐπίπλοα
View word page
ἐπιπλαταγέω
ἐπιπλαταγέω fut. ήσω to applaud loudly, τινί Theocr.
ShortDef
to applaud loudly
Debugging
Headword:
ἐπιπλαταγέω
Headword (normalized):
ἐπιπλαταγέω
Headword (normalized/stripped):
επιπλαταγεω
IDX:
12563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12566
Key:
e)piplatage/w
Data
{'content': 'ἐπιπλαταγέω\n fut. ήσω\n to applaud loudly, τινί Theocr.', 'key': 'e)piplatage/w'}