Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκροπόρος
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἀκροσίδηρος
ἀκρόσοφος
ἄκρος
ἀκροστόλιον
ἀκροσφαλής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
ἀκροφύσιον
ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
View word page
ἀκρότομος
ἀκρότομος τέμνω cut off sharp, abrupt, Polyb.

ShortDef

cut off sharp, abrupt

Debugging

Headword:
ἀκρότομος
Headword (normalized):
ἀκρότομος
Headword (normalized/stripped):
ακροτομος
IDX:
1255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1255
Key:
a)kro/tomos

Data

{'content': 'ἀκρότομος\n τέμνω\n cut off sharp, abrupt, Polyb.', 'key': 'a)kro/tomos'}