Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπινώτιος
ἐπίξανθος
ἐπιξενόομαι
ἐπίξηνον
ἐπίξυνος
ἐπιοίνιος
ἐπιοινοχοεύω
ἐπιορκέω
ἐπιορκία
ἐπίορκος
ἐπιορκοσύνη
ἐπιόσσομαι
ἐπίουρος
ἐπιούσιος
ἐπίπαγχυ
ἐπιπαιανίζω
ἐπιπάλλω
ἐπίπαν
ἐπιπαρανέω
ἐπιπαρασκευάζομαι
ἐπιπάρειμι
View word page
ἐπιορκοσύνη
ἐπιορκοσύνη ἐπιορκοσύνη, ἡ, = ἐπιορκία, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιορκοσύνη
Headword (normalized):
ἐπιορκοσύνη
Headword (normalized/stripped):
επιορκοσυνη
IDX:
12528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12531
Key:
e)piorkosu/nh

Data

{'content': 'ἐπιορκοσύνη\n ἐπιορκοσύνη, ἡ,\n = ἐπιορκία, Anth.', 'key': 'e)piorkosu/nh'}