Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφίδιος
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίδιος
ἐπινωτίζω
ἐπινώτιος
ἐπίξανθος
ἐπιξενόομαι
ἐπίξηνον
ἐπίξυνος
ἐπιοίνιος
ἐπιοινοχοεύω
ἐπιορκέω
ἐπιορκία
ἐπίορκος
ἐπιορκοσύνη
ἐπιόσσομαι
ἐπίουρος
ἐπιούσιος
ἐπίπαγχυ
View word page
ἐπίξυνος
ἐπίξυνος ἐπί-ξῡνος, ον poet. for ἐπίκοινος, a common, Il.
ShortDef
a common
Debugging
Headword:
ἐπίξυνος
Headword (normalized):
ἐπίξυνος
Headword (normalized/stripped):
επιξυνος
IDX:
12522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12525
Key:
e)pi/cunos
Data
{'content': 'ἐπίξυνος\n ἐπί-ξῡνος, ον\n poet. for ἐπίκοινος,\n a common, Il.', 'key': 'e)pi/cunos'}