Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινύκτιος
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφίδιος
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίδιος
ἐπινωτίζω
ἐπινώτιος
ἐπίξανθος
ἐπιξενόομαι
ἐπίξηνον
ἐπίξυνος
ἐπιοίνιος
ἐπιοινοχοεύω
ἐπιορκέω
ἐπιορκία
ἐπίορκος
ἐπιορκοσύνη
ἐπιόσσομαι
View word page
ἐπίξανθος
ἐπίξανθος ἐπί-ξανθος, ον inclining to yellow, tawny, of hares, Xen.

ShortDef

inclining to yellow, tawny

Debugging

Headword:
ἐπίξανθος
Headword (normalized):
ἐπίξανθος
Headword (normalized/stripped):
επιξανθος
IDX:
12519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12522
Key:
e)pi/canqos

Data

{'content': 'ἐπίξανθος\n ἐπί-ξανθος, ον\n inclining to yellow, tawny, of hares, Xen.', 'key': 'e)pi/canqos'}