Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἀκροσίδηρος
ἀκρόσοφος
ἄκρος
ἀκροστόλιον
ἀκροσφαλής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
ἀκροφύσιον
ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωμία
View word page
ἀκροσφαλής
ἀκροσφαλής σφάλλω apt to trip, unsteady, precarious, Plat.

ShortDef

apt to trip, unsteady, precarious

Debugging

Headword:
ἀκροσφαλής
Headword (normalized):
ἀκροσφαλής
Headword (normalized/stripped):
ακροσφαλης
IDX:
1252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1252
Key:
a)krosfalh/s

Data

{'content': 'ἀκροσφαλής\n σφάλλω\n apt to trip, unsteady, precarious, Plat.', 'key': 'a)krosfalh/s'}