Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπινίκιος
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινύκτιος
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφίδιος
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίδιος
ἐπινωτίζω
ἐπινώτιος
ἐπίξανθος
ἐπιξενόομαι
ἐπίξηνον
ἐπίξυνος
ἐπιοίνιος
ἐπιοινοχοεύω
View word page
ἐπινυστάζω
ἐπινυστάζω fut. σω fut. ξω to drop asleep over, c. dat., Plut., Luc.
ShortDef
to drop asleep over
Debugging
Headword:
ἐπινυστάζω
Headword (normalized):
ἐπινυστάζω
Headword (normalized/stripped):
επινυσταζω
IDX:
12514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12517
Key:
e)pinusta/zw
Data
{'content': 'ἐπινυστάζω\n fut. σω\n fut. ξω\n to drop asleep over, c. dat., Plut., Luc.', 'key': 'e)pinusta/zw'}