Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπινίκειος
ἐπινίκιος
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινύκτιος
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφίδιος
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίδιος
ἐπινωτίζω
ἐπινώτιος
ἐπίξανθος
ἐπιξενόομαι
ἐπίξηνον
ἐπίξυνος
ἐπιοίνιος
View word page
ἐπινυμφίδιος
ἐπινυμφίδιος ἐπι-νυμφίδιος, ον of or for a bride, bridal, Anth.

ShortDef

bridal

Debugging

Headword:
ἐπινυμφίδιος
Headword (normalized):
ἐπινυμφίδιος
Headword (normalized/stripped):
επινυμφιδιος
IDX:
12513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12516
Key:
e)pinumfi/dios

Data

{'content': 'ἐπινυμφίδιος\n ἐπι-νυμφίδιος, ον\n of or for a bride, bridal, Anth.', 'key': 'e)pinumfi/dios'}