Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπινηνέω
ἐπινήχομαι
ἐπινίκειος
ἐπινίκιος
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινύκτιος
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφίδιος
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίδιος
ἐπινωτίζω
ἐπινώτιος
ἐπίξανθος
ἐπιξενόομαι
ἐπίξηνον
View word page
ἐπινύκτιος
ἐπινύκτιος ἐπι-νύκτιος, ον νύξ by night, nightly, Anth.

ShortDef

by night, nightly

Debugging

Headword:
ἐπινύκτιος
Headword (normalized):
ἐπινύκτιος
Headword (normalized/stripped):
επινυκτιος
IDX:
12511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12514
Key:
e)pinu/ktios

Data

{'content': 'ἐπινύκτιος\n ἐπι-νύκτιος, ον\n νύξ\n by night, nightly, Anth.', 'key': 'e)pinu/ktios'}