Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπινέω
ἐπινήϊος
ἐπινηνέω
ἐπινήχομαι
ἐπινίκειος
ἐπινίκιος
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινύκτιος
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφίδιος
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίδιος
ἐπινωτίζω
ἐπινώτιος
ἐπίξανθος
View word page
ἐπινομή
ἐπινομή ἐπινομή, ἡ, ἐπινέμομαι a grazing over the boundaries: — metaph., ἐπ. πυρός the spreading of fire, Plut.

ShortDef

a grazing over the boundaries

Debugging

Headword:
ἐπινομή
Headword (normalized):
ἐπινομή
Headword (normalized/stripped):
επινομη
IDX:
12509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12512
Key:
e)pinomh/

Data

{'content': 'ἐπινομή\n ἐπινομή, ἡ,\n ἐπινέμομαι\n a grazing over the boundaries: — metaph., ἐπ. πυρός the spreading of fire, Plut.', 'key': 'e)pinomh/'}