Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκροπενθής
ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἀκροσίδηρος
ἀκρόσοφος
ἄκρος
ἀκροστόλιον
ἀκροσφαλής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
ἀκροφύσιον
ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
View word page
ἀκροστόλιον
ἀκροστόλιον στολή the gunwale of a ship, Plut.
ShortDef
the gunwale
Debugging
Headword:
ἀκροστόλιον
Headword (normalized):
ἀκροστόλιον
Headword (normalized/stripped):
ακροστολιον
IDX:
1251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1251
Key:
a)krosto/lion
Data
{'content': 'ἀκροστόλιον\n στολή\n the gunwale of a ship, Plut.', 'key': 'a)krosto/lion'}