Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπινέμω
ἐπινεύω
ἐπινέφελος
ἐπινεφρίδιος
ἐπινέω
ἐπινέω
ἐπινέω
ἐπινήϊος
ἐπινηνέω
ἐπινήχομαι
ἐπινίκειος
ἐπινίκιος
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινύκτιος
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφίδιος
View word page
ἐπινίκειος
ἐπινίκειος ἐπινίκειος, ον = ἐπῑνίκιος, Soph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπινίκειος
Headword (normalized):
ἐπινίκειος
Headword (normalized/stripped):
επινικειος
IDX:
12503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12506
Key:
e)pini/keios

Data

{'content': 'ἐπινίκειος\n ἐπινίκειος, ον\n = ἐπῑνίκιος, Soph.', 'key': 'e)pini/keios'}