Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπινέμησις
ἐπινέμω
ἐπινεύω
ἐπινέφελος
ἐπινεφρίδιος
ἐπινέω
ἐπινέω
ἐπινέω
ἐπινήϊος
ἐπινηνέω
ἐπινήχομαι
ἐπινίκειος
ἐπινίκιος
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινύκτιος
ἐπινύμφειος
View word page
ἐπινήχομαι
ἐπινήχομαι fut. ξομαι Dep. to swim upon, Batr.; ἐπενάχετο φωνά the voice came up to earth, Theocr.
ShortDef
to swim upon
Debugging
Headword:
ἐπινήχομαι
Headword (normalized):
ἐπινήχομαι
Headword (normalized/stripped):
επινηχομαι
IDX:
12502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12505
Key:
e)pinh/xomai
Data
{'content': 'ἐπινήχομαι\n fut. ξομαι\n Dep. to swim upon, Batr.; ἐπενάχετο φωνά the voice came up to earth, Theocr.', 'key': 'e)pinh/xomai'}