Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπίμειξις
ἐπιμίξ
ἐπιμοίριος
ἐπιμολεῖν
ἐπίμολος
ἐπίμομφος
ἐπιμονή
ἐπιμύζω
ἐπιμυθέομαι
ἐπιμύθιος
ἐπίμυκτος
ἐπιμύω
ἐπιμωμητός
ἐπίνειον
ἐπινέμησις
ἐπινέμω
ἐπινεύω
ἐπινέφελος
ἐπινεφρίδιος
ἐπινέω
ἐπινέω
View word page
ἐπίμυκτος
ἐπίμυκτος ἐπίμυκτος, ον ἐπιμύζω scoffed at, Theogn.
ShortDef
scoffed at
Debugging
Headword:
ἐπίμυκτος
Headword (normalized):
ἐπίμυκτος
Headword (normalized/stripped):
επιμυκτος
IDX:
12488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12491
Key:
e)pi/muktos
Data
{'content': 'ἐπίμυκτος\n ἐπίμυκτος, ον\n ἐπιμύζω\n scoffed at, Theogn.', 'key': 'e)pi/muktos'}