Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιμηχανάομαι
ἐπιμήχανος
ἐπιμείγνυμι
ἐπιμιμνήσκομαι
ἐπιμίμνω
ἐπιμειξία
ἐπίμειξις
ἐπιμίξ
ἐπιμοίριος
ἐπιμολεῖν
ἐπίμολος
ἐπίμομφος
ἐπιμονή
ἐπιμύζω
ἐπιμυθέομαι
ἐπιμύθιος
ἐπίμυκτος
ἐπιμύω
ἐπιμωμητός
ἐπίνειον
ἐπινέμησις
View word page
ἐπίμολος
ἐπίμολος ἐπί-μολος, ὁ, μολεῖν an invader, Aesch.
ShortDef
an invader
Debugging
Headword:
ἐπίμολος
Headword (normalized):
ἐπίμολος
Headword (normalized/stripped):
επιμολος
IDX:
12482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12485
Key:
e)pi/molos
Data
{'content': 'ἐπίμολος\n ἐπί-μολος, ὁ,\n μολεῖν\n an invader, Aesch.', 'key': 'e)pi/molos'}