Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
ἐπιμήκης
Ἐπιμηλίδες
ἐπιμήνιος
ἐπιμηνίω
ἐπιμηχανάομαι
ἐπιμήχανος
ἐπιμείγνυμι
ἐπιμιμνήσκομαι
ἐπιμίμνω
ἐπιμειξία
ἐπίμειξις
View word page
ἐπιμήκης
ἐπιμήκης ἐπι-μήκης, ες μῆκος longish, oblong, Luc.

ShortDef

longish, oblong

Debugging

Headword:
ἐπιμήκης
Headword (normalized):
ἐπιμήκης
Headword (normalized/stripped):
επιμηκης
IDX:
12468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12471
Key:
e)pimh/khs

Data

{'content': 'ἐπιμήκης\n ἐπι-μήκης, ες\n μῆκος\n longish, oblong, Luc.', 'key': 'e)pimh/khs'}