Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
ἐπιμήκης
Ἐπιμηλίδες
ἐπιμήνιος
ἐπιμηνίω
ἐπιμηχανάομαι
ἐπιμήχανος
ἐπιμείγνυμι
ἐπιμιμνήσκομαι
ἐπιμίμνω
View word page
ἐπιμηθής
ἐπιμηθής ἐπι-μηθής, ές μῆδος thoughtful, Theocr.

ShortDef

lacking in forethought; adv. on second thought

Debugging

Headword:
ἐπιμηθής
Headword (normalized):
ἐπιμηθής
Headword (normalized/stripped):
επιμηθης
IDX:
12466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12469
Key:
e)pimhqh/s

Data

{'content': 'ἐπιμηθής\n ἐπι-μηθής, ές\n μῆδος\n thoughtful, Theocr.', 'key': 'e)pimhqh/s'}