Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
ἐπιμήκης
Ἐπιμηλίδες
ἐπιμήνιος
ἐπιμηνίω
ἐπιμηχανάομαι
ἐπιμήχανος
ἐπιμείγνυμι
View word page
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήδομαι Dep. to contrive against one, τί τινι Od.

ShortDef

to contrive against

Debugging

Headword:
ἐπιμήδομαι
Headword (normalized):
ἐπιμήδομαι
Headword (normalized/stripped):
επιμηδομαι
IDX:
12464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12467
Key:
e)pimh/domai

Data

{'content': 'ἐπιμήδομαι\n Dep. to contrive against one, τί τινι Od.', 'key': 'e)pimh/domai'}