Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιμελής
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
ἐπιμήκης
Ἐπιμηλίδες
ἐπιμήνιος
ἐπιμηνίω
ἐπιμηχανάομαι
ἐπιμήχανος
View word page
ἐπίμετρον
ἐπίμετρον ἐπί-μετρον, ου, τό, over-measure, excess, Theocr.

ShortDef

over-measure, excess

Debugging

Headword:
ἐπίμετρον
Headword (normalized):
ἐπίμετρον
Headword (normalized/stripped):
επιμετρον
IDX:
12463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12466
Key:
e)pi/metron

Data

{'content': 'ἐπίμετρον\n ἐπί-μετρον, ου, τό,\n over-measure, excess, Theocr.', 'key': 'e)pi/metron'}