Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμείλια
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
View word page
ἐπιμέλπω
ἐπιμέλπω fut. ψω to sing to, Aesch.

ShortDef

to sing to

Debugging

Headword:
ἐπιμέλπω
Headword (normalized):
ἐπιμέλπω
Headword (normalized/stripped):
επιμελπω
IDX:
12457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12460
Key:
e)pime/lpw

Data

{'content': 'ἐπιμέλπω\n fut. ψω\n to sing to, Aesch.', 'key': 'e)pime/lpw'}