Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμείλια
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
View word page
ἐπιμελητικός
ἐπιμελητικός from ἐπιμελητής ἐπιμελητικός, ή, όν able to take charge, managing, Xen.
ShortDef
able to take charge, managing
Debugging
Headword:
ἐπιμελητικός
Headword (normalized):
ἐπιμελητικός
Headword (normalized/stripped):
επιμελητικος
IDX:
12456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12459
Key:
e)pimelhtiko/s
Data
{'content': 'ἐπιμελητικός\n from ἐπιμελητής\n ἐπιμελητικός, ή, όν\n able to take charge, managing, Xen.', 'key': 'e)pimelhtiko/s'}