Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίμαχος
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμείλια
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
Ἐπιμηθεύς
View word page
ἐπιμελητής
ἐπιμελητής ἐπιμελητής, οῦ, ἐπιμελέομαι one who has charge of a thing, a governor, manager, curator, superintendent, Ar., Xen., etc.

ShortDef

one who has charge of

Debugging

Headword:
ἐπιμελητής
Headword (normalized):
ἐπιμελητής
Headword (normalized/stripped):
επιμελητης
IDX:
12455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12458
Key:
e)pimelhth/s

Data

{'content': 'ἐπιμελητής\n ἐπιμελητής, οῦ,\n ἐπιμελέομαι\n one who has charge of a thing, a governor, manager, curator, superintendent, Ar., Xen., etc.', 'key': 'e)pimelhth/s'}