Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιμαχία
ἐπίμαχος
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμείλια
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
View word page
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητέος ἐπιμελητέος, ον verb. adj. of ἐπιμελέομαι, one must take care, pay attention, Plat., Xen.
ShortDef
one must take care, pay attention
Debugging
Headword:
ἐπιμελητέος
Headword (normalized):
ἐπιμελητέος
Headword (normalized/stripped):
επιμελητεος
IDX:
12454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12457
Key:
e)pimelhte/os
Data
{'content': 'ἐπιμελητέος\n ἐπιμελητέος, ον\n verb. adj. of ἐπιμελέομαι,\n one must take care, pay attention, Plat., Xen.', 'key': 'e)pimelhte/os'}