Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπίμαστος
ἐπιμαχέω
ἐπιμαχία
ἐπίμαχος
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμείλια
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμένω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμετρέω
View word page
ἐπιμέλημα
ἐπιμέλημα ἐπιμέλημα, ατος, τό, from ἐπιμελής a care, anxiety, Xen.
ShortDef
a care, anxiety
Debugging
Headword:
ἐπιμέλημα
Headword (normalized):
ἐπιμέλημα
Headword (normalized/stripped):
επιμελημα
IDX:
12452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12455
Key:
e)pime/lhma
Data
{'content': 'ἐπιμέλημα\n ἐπιμέλημα, ατος, τό,\n from ἐπιμελής\n a care, anxiety, Xen.', 'key': 'e)pime/lhma'}