Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιμάρτυρος
ἐπίμαρτυς
ἐπιμάσσομαι
ἐπιμαστίδιος
ἐπίμαστος
ἐπιμαχέω
ἐπιμαχία
ἐπίμαχος
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμείλια
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμέμονα
View word page
ἐπιμείζων
ἐπιμείζων ἐπι-μείζων, ονος, still larger or greater, Democr. strengthd. for μείζων

ShortDef

still larger

Debugging

Headword:
ἐπιμείζων
Headword (normalized):
ἐπιμείζων
Headword (normalized/stripped):
επιμειζων
IDX:
12448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12451
Key:
e)pimei/zwn

Data

{'content': 'ἐπιμείζων\n ἐπι-μείζων, ονος,\n still larger or greater, Democr.\n strengthd. for μείζων', 'key': 'e)pimei/zwn'}