Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιμαρτύρομαι
ἐπιμάρτυρος
ἐπίμαρτυς
ἐπιμάσσομαι
ἐπιμαστίδιος
ἐπίμαστος
ἐπιμαχέω
ἐπιμαχία
ἐπίμαχος
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμείλια
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
View word page
ἐπιμειδιάω
ἐπιμειδιάω fut. άσω to smile upon, Xen.
ShortDef
to smile upon
Debugging
Headword:
ἐπιμειδιάω
Headword (normalized):
ἐπιμειδιάω
Headword (normalized/stripped):
επιμειδιαω
IDX:
12447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12450
Key:
e)pimeidia/w
Data
{'content': 'ἐπιμειδιάω\n fut. άσω\n to smile upon, Xen.', 'key': 'e)pimeidia/w'}