Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκρολυτέω
ἀκρομανής
ἀκρομόλυβδος
ἄκρον
ἀκρονυχί
ἀκρόνυχος
ἀκροπενθής
ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἀκροσίδηρος
ἀκρόσοφος
ἄκρος
ἀκροστόλιον
ἀκροσφαλής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
View word page
ἀκροπόρος
ἀκροπόρος πείρω piercing with the point, Od.

ShortDef

piercing with the point

Debugging

Headword:
ἀκροπόρος
Headword (normalized):
ἀκροπόρος
Headword (normalized/stripped):
ακροπορος
IDX:
1245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1245
Key:
a)kropo/ros

Data

{'content': 'ἀκροπόρος\n πείρω\n piercing with the point, Od.', 'key': 'a)kropo/ros'}