Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιλωβεύω
ἐπιμάζιος
ἐπιμαίνω
ἐπιμαίομαι
ἐπιμανθάνω
ἐπιμαρτυρέω
ἐπιμαρτυρία
ἐπιμαρτύρομαι
ἐπιμάρτυρος
ἐπίμαρτυς
ἐπιμάσσομαι
ἐπιμαστίδιος
ἐπίμαστος
ἐπιμαχέω
ἐπιμαχία
ἐπίμαχος
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμείλια
ἐπιμέλεια
View word page
ἐπιμάσσομαι
ἐπιμάσσομαι Mid. to knead again, stroke, Anth.

ShortDef

to knead again, stroke (not in LSJ, DGE)

Debugging

Headword:
ἐπιμάσσομαι
Headword (normalized):
ἐπιμάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
επιμασσομαι
IDX:
12440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12443
Key:
e)pima/ssomai

Data

{'content': 'ἐπιμάσσομαι\n Mid. to knead again, stroke, Anth.', 'key': 'e)pima/ssomai'}