Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρομανής
ἀκρομόλυβδος
ἄκρον
ἀκρονυχί
ἀκρόνυχος
ἀκροπενθής
ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἀκροσίδηρος
ἀκρόσοφος
ἄκρος
ἀκροστόλιον
ἀκροσφαλής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτομέω
View word page
ἀκροπόλος
ἀκροπόλος πολέω high-ranging, lofty, Hom.
ShortDef
high-ranging, lofty
Debugging
Headword:
ἀκροπόλος
Headword (normalized):
ἀκροπόλος
Headword (normalized/stripped):
ακροπολος
IDX:
1244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1244
Key:
a)kropo/los
Data
{'content': 'ἀκροπόλος\n πολέω\n high-ranging, lofty, Hom.', 'key': 'a)kropo/los'}