Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιλήσμων
ἐπίληψις
ἐπιλίγδην
ἐπιλιμνάζομαι
ἐπιλιπαίνω
ἐπιλιπής
ἐπιλιχμάω
ἐπιλλίζω
ἐπιλογίζομαι
ἐπίλογος
ἐπίλογχος
ἐπίλογχος2
ἐπίλοιπος
ἐπιλυπέω
ἐπίλυσις
ἐπιλύω
ἐπιλωβεύω
ἐπιμάζιος
ἐπιμαίνω
ἐπιμαίομαι
ἐπιμανθάνω
View word page
ἐπίλογχος
ἐπίλογχος ἐπί-λογχος, ον λόγχη barbed, Eur.

ShortDef

barbed
reserve candidate

Debugging

Headword:
ἐπίλογχος
Headword (normalized):
ἐπίλογχος
Headword (normalized/stripped):
επιλογχος
IDX:
12424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12427
Key:
e)pi/logxos1

Data

{'content': 'ἐπίλογχος\n ἐπί-λογχος, ον\n λόγχη\n barbed, Eur.', 'key': 'e)pi/logxos1'}