Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀκροκόρινθος
ἀκρόλιθος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρομανής
ἀκρομόλυβδος
ἄκρον
ἀκρονυχί
ἀκρόνυχος
ἀκροπενθής
ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἀκροσίδηρος
ἀκρόσοφος
ἄκρος
View word page
ἀκρόνυχος
ἀκρόνυχος νύξ at night-fall, at even, Theocr., etc.

ShortDef

at night-fall
with nails, claws, hooves

Debugging

Headword:
ἀκρόνυχος
Headword (normalized):
ἀκρόνυχος
Headword (normalized/stripped):
ακρονυχος
IDX:
1240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1240
Key:
a)kro/nuxos1

Data

{'content': 'ἀκρόνυχος\n νύξ\n at night-fall, at even, Theocr., etc.', 'key': 'a)kro/nuxos1'}