Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκρόκομος
Ἀκροκόρινθος
ἀκρόλιθος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρομανής
ἀκρομόλυβδος
ἄκρον
ἀκρονυχί
ἀκρόνυχος
ἀκροπενθής
ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἀκροσίδηρος
ἀκρόσοφος
View word page
ἀκρονυχί
ἀκρονυχί from ἀκρόνυχος with the tip of the nail, Anth.

ShortDef

with the tip of the nail

Debugging

Headword:
ἀκρονυχί
Headword (normalized):
ἀκρονυχί
Headword (normalized/stripped):
ακρονυχι
IDX:
1239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1239
Key:
a)kronuxi/

Data

{'content': 'ἀκρονυχί\n from ἀκρόνυχος\n with the tip of the nail, Anth.', 'key': 'a)kronuxi/'}