Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίκτητος
ἐπικτυπέω
ἐπικυδής
ἐπικυΐσκομαι
ἐπικυκλέω
ἐπικυμαίνω
ἐπικύπτω
ἐπικυρόω
ἐπικυρτόω
ἐπικύρω
ἐπικυψέλιος
ἐπικωκύω
ἐπικωλύω
ἐπικωμάζω
ἐπικωμῳδέω
ἐπίκωπος
ἐπιλαγχάνω
ἐπιλάζυμαι
ἐπιλαμβάνω
ἐπιλαμπρύνω
ἐπίλαμπτος
View word page
ἐπικυψέλιος
ἐπικυψέλιος ἐπι-κυψέλιος, ὁ, κυψέλη a guard of beehives, Anth.

ShortDef

a guard of beehives

Debugging

Headword:
ἐπικυψέλιος
Headword (normalized):
ἐπικυψέλιος
Headword (normalized/stripped):
επικυψελιος
IDX:
12385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12388
Key:
e)pikuye/lios

Data

{'content': 'ἐπικυψέλιος\n ἐπι-κυψέλιος, ὁ,\n κυψέλη\n a guard of beehives, Anth.', 'key': 'e)pikuye/lios'}