Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκνέφαιος
ἀκρόκομος
Ἀκροκόρινθος
ἀκρόλιθος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρομανής
ἀκρομόλυβδος
ἄκρον
ἀκρονυχί
ἀκρόνυχος
ἀκροπενθής
ἀκροποδητί
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
View word page
ἀκρομόλυβδος
ἀκρομόλυβδος leaded at the edge, of a net, Anth.
ShortDef
leaded at edge
Debugging
Headword:
ἀκρομόλυβδος
Headword (normalized):
ἀκρομόλυβδος
Headword (normalized/stripped):
ακρομολυβδος
IDX:
1237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1237
Key:
a)kromo/libdos
Data
{'content': 'ἀκρομόλυβδος\n leaded at the edge, of a net, Anth.', 'key': 'a)kromo/libdos'}