Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπικραίνω
ἐπίκρανον
ἐπικράτεια
ἐπικρατέω
ἐπικράτησις
ἐπικρεμάννυμι
ἐπικρίνω
ἐπικρατής
ἐπίκριον
ἐπικροτέω
ἐπίκροτος
ἐπικρούω
ἐπικρύπτω
ἐπίκρυφος
ἐπίκρυψις
ἐπικρώζω
ἐπικτάομαι
ἐπικτείνω
ἐπίκτησις
ἐπίκτητος
ἐπικτυπέω
View word page
ἐπίκροτος
ἐπίκροτος ἐπί-κροτος, ον trodden hard, of ground, Xen.
ShortDef
trodden hard
Debugging
Headword:
ἐπίκροτος
Headword (normalized):
ἐπίκροτος
Headword (normalized/stripped):
επικροτος
IDX:
12366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12369
Key:
e)pi/krotos
Data
{'content': 'ἐπίκροτος\n ἐπί-κροτος, ον\n trodden hard, of ground, Xen.', 'key': 'e)pi/krotos'}