Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικουφίζω
ἐπικράζω
ἐπικραίνω
ἐπίκρανον
ἐπικράτεια
ἐπικρατέω
ἐπικράτησις
ἐπικρεμάννυμι
ἐπικρίνω
ἐπικρατής
ἐπίκριον
ἐπικροτέω
ἐπίκροτος
ἐπικρούω
ἐπικρύπτω
ἐπίκρυφος
ἐπίκρυψις
ἐπικρώζω
ἐπικτάομαι
ἐπικτείνω
ἐπίκτησις
View word page
ἐπίκριον
ἐπίκριον ἐπ-ίκριον, ου, τό, the yard-arm of a ship, Od.

ShortDef

the yard-arm

Debugging

Headword:
ἐπίκριον
Headword (normalized):
ἐπίκριον
Headword (normalized/stripped):
επικριον
IDX:
12364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12367
Key:
e)pi/krion

Data

{'content': 'ἐπίκριον\n ἐπ-ίκριον, ου, τό,\n the yard-arm of a ship, Od.', 'key': 'e)pi/krion'}