Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίκουρος
ἐπικουφίζω
ἐπικράζω
ἐπικραίνω
ἐπίκρανον
ἐπικράτεια
ἐπικρατέω
ἐπικράτησις
ἐπικρεμάννυμι
ἐπικρίνω
ἐπικρατής
ἐπίκριον
ἐπικροτέω
ἐπίκροτος
ἐπικρούω
ἐπικρύπτω
ἐπίκρυφος
ἐπίκρυψις
ἐπικρώζω
ἐπικτάομαι
ἐπικτείνω
View word page
ἐπικρατής
ἐπικρατής ἐπι-κρᾰτής, ές κράτος master of a thing: only in comp., ἐπικρατέστερος superior, Thuc.:—adv., ἐπικρατέως, with overwhelming might, impetuously, Il., Hes.

ShortDef

master of

Debugging

Headword:
ἐπικρατής
Headword (normalized):
ἐπικρατής
Headword (normalized/stripped):
επικρατης
IDX:
12363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12366
Key:
e)pikrath/s

Data

{'content': 'ἐπικρατής\n ἐπι-κρᾰτής, ές\n κράτος\n master of a thing: only in comp., ἐπικρατέστερος superior, Thuc.:—adv., ἐπικρατέως, with overwhelming might, impetuously, Il., Hes.', 'key': 'e)pikrath/s'}