Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπικουρικός
ἐπίκουρος
ἐπικουφίζω
ἐπικράζω
ἐπικραίνω
ἐπίκρανον
ἐπικράτεια
ἐπικρατέω
ἐπικράτησις
ἐπικρεμάννυμι
ἐπικρίνω
ἐπικρατής
ἐπίκριον
ἐπικροτέω
ἐπίκροτος
ἐπικρούω
ἐπικρύπτω
ἐπίκρυφος
ἐπίκρυψις
ἐπικρώζω
ἐπικτάομαι
View word page
ἐπικρίνω
ἐπικρίνω fut. -κρινῶ to decide, determine, Plat., etc.

ShortDef

to decide, determine

Debugging

Headword:
ἐπικρίνω
Headword (normalized):
ἐπικρίνω
Headword (normalized/stripped):
επικρινω
IDX:
12362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12365
Key:
e)pikri/nw

Data

{'content': 'ἐπικρίνω\n fut. -κρινῶ\n to decide, determine, Plat., etc.', 'key': 'e)pikri/nw'}