Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίκοπος
ἐπικόπτω
ἐπικορύσσομαι
ἐπικοσμέω
ἐπίκοτος
Ἐπικούρειος
ἐπικουρέω
ἐπικούρημα
ἐπικούρησις
ἐπικουρία
ἐπικουρικός
ἐπίκουρος
ἐπικουφίζω
ἐπικράζω
ἐπικραίνω
ἐπίκρανον
ἐπικράτεια
ἐπικρατέω
ἐπικράτησις
ἐπικρεμάννυμι
ἐπικρίνω
View word page
ἐπικουρικός
ἐπικουρικός ἐπικουρικός, ή, όν ἐπικουρέω serving for help, assistant, Plat. of troops, auxiliary, allied, Thuc.: τὸ ἐπικουρικόν, ἐπικουρία II, Thuc.

ShortDef

serving for help, assistant

Debugging

Headword:
ἐπικουρικός
Headword (normalized):
ἐπικουρικός
Headword (normalized/stripped):
επικουρικος
IDX:
12352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12355
Key:
e)pikouriko/s

Data

{'content': 'ἐπικουρικός\n ἐπικουρικός, ή, όν\n ἐπικουρέω\n serving for help, assistant, Plat.\n of troops, auxiliary, allied, Thuc.: τὸ ἐπικουρικόν, ἐπικουρία II, Thuc.', 'key': 'e)pikouriko/s'}